- ξεκουρνιάζω
- 1. (για πτηνά) φεύγω από την κούρνια μου, από τη φωλιά μου2. μτφ. απομακρύνομαι («κι η τέτοια υποψία ξεκούρνιασεν απ' το νου του μονάχα, όταν τ' αργόδρομα γλυκοχαράματα εβάλθηκαν να διώξουν τους ήσκιους», Ζερβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + κουρνιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.